Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2007

no more stilness

No more stillness , more sunlight...


Καθοταν στο περβαζι και κοιτουσε τα αυτοκινητα που περνουσαν στο δρομο.
Κοκκινα και ασπρα φωτακια.
Ειχε αγκαλια το πληκτρολογιο κι εγραφε.
Της αρεσε πολυ ο ηχος των πληκτρων.
Μια ιδιαιτερη μουσικη λεξεων,σκεφτοταν.
Ουτε και η ιδια δεν ηξερε που θα την οδηγουσε η φαντασια της σημερα.
Οπως καθε φορα εξαλλου.
Ενα ταξιδι χωρις προορισμο.
Με εναν στοχο ομως.
Να μαζεψει το μυαλο της.
Να το συγεντρωσει σε κατι.
Πολλες φορες ενιωθε πως κατι πηγαινε στραβα με το ειναι της.
Εξω εβρεχε,μα μεσα της ειχε λιακαδα.
Απο αυτες τις χειμερινες,που ενω κανει κρυο,ο ηλιος σε πειθει να κατσεις σε ενα τραπεζακι εξω απλα για να σε αγγιζουν οι αχτιδες του.
Σημερα τον ειδε παλι.
Ανεκπληρωτες επιθυμιες.
Δε τις μπορουσε καθολου.
Ηθελε να ειχε τη δυναμη να του ελεγε ποσο ομορφο τον βλεπει.
Ηθελε να καθοταν διπλα του να του εξηγουσε τι την εκανε να τον εχει ξεχωρισει.
Κι ομως εβαζε ολα τα στοιχηματα του κοσμου πως αυτος την εβλεπε φτηνη και ιδια με τις αλλες,πλαστικη.
«..All the things you said to me today...If you want me I’ll be here , I’ll be dreaming my dreams with you...»ελεγαν οι Cranberries στο ραδιοφωνο..
Δεν ειχε εξαλλου κανεναν λογο να μην πιστεψει κατι τετοιο.
Whatever...
Σημερα ειδε ομως και το χαμογελο του Τασου.Ο Τασος δουλευε στο σαντουιτσαδικο που πηγαινε παντα.Του ειπε κι αποψε καληνυχτα.Με φωνη που ισα που ακουστηκε.
Ειχε παλι τις συννεφιες της κι ετσι δεν του επιασε κουβεντα.
Περιπλανηθηκε στα σκοτεινα σοκακια μεχρι να φτασει σπιτι της.
Καπου στη διαδρομη ηταν που χτυπησε το κινητο της κι αυτη χαμογελασε.
Καποιος τη σκεφτηκε.Παντα το εβρισκε τοσο ομορφο να εισαι στις σκεψεις καποιου.
Οσο στεναχωρημενη κι αν ηταν που στις εξετασεις τα πηγε χαλια,μεσα της τωρα κρυβοταν ενα χαμογελο.
Γι'αυτο καθοταν στο περβαζι και κοιτουσε τα κοκκινα και τα ασπρα φωτακια.
Για να ηρεμησει τη μοναξια της.
Βαζοντας την τελευταια γουλια απο κρασι στο στομα της , πνιγηκε.
Και τοτε σταματησε να γραφει κι αρχισε να σκεφτεται παλι εκεινον. Που την εκανε να ειναι τοσο μπερδεμενη αυτες τις μερες.
Ειχε πνιγει κι αυτος την τελευταια φορα που ειχαν βρεθει.
Συνειρμοι ε?
Ολα καπως ετσι μας ερχονται στο μυαλο.
Απο μονοπατια παραλληλα και γρατζουνιες στον τοιχο της ζωης μας.
Της ελειπε.
Ηθελε να τον παρει τηλεφωνο.
Να του εξηγησει γιατι δεν κοιταξε πισω οταν εφευγε.
Ηθελε να του πει πως αξιζε τον κοπο.
Ηθελε να ακουσει την καληνυχτα του.
Κι ας το ειχε προκαλεσει αυτη,με το τηλεφωνημα της,το ενδιαφερον του να πεις μια καληνυχτα.
Τοσοι αντρες γυρω της κι ομως αυτη δεν ηθελε κανεναν αλλο παρα μονο αυτον.
Να την παιρνει που και που μια αγκαλια και να της λεει καληνυχτα.
Ηξερε οτι δε μπορουσε να τη δει ερωτικα,ισως γι'αυτο.
Την φοβιζε η ιδεα μιας σχεσης.
Απο μκρη.
Ηθελε τοσο να δεθει με καποιον,να την νοιαζεται,να την σκεφτεται,να βλεπει ενα χαμογελο ειδικα αφιερωμενο σε εκεινη.
Κι ομως,οσο κι αν ηθελε ολα αυτα,δεν αντεχε στη σκεψη του να δινει αναφορα γιατι δεν εχει κεφια η γιατι θελει να περναει καποιες ωρες μονη.Δε μπορουσε να φυλακιστει.Το ειχε δει παλια αυτο το εργο.Ηταν σαν εφιαλτης γι’αυτη.
Ηταν ετσι ο χαρακτηρας της.Φευγαλεος.
Ακομα και τους φιλους της ειχε κανει στην ακρη.
Κι αυτο γιατι ειχαν αρχισει να γινονται πιεστικοι με το τι εχει,και με το γιατι δεν εχει ορεξη πια να αναλυει τα προβληματα τους η να βγαινει μαζι τους εξω για καφε.
Τι να πει?
Τους ειχε βαρεθει.
Ολους.
Γιατι κανεις δε σε θελει οταν δεν τον κανεις να χαμογελαει.
Αυριο επρεπε να αντιμετωπισει τον πιο σκληρο κριτη της,κι ενω αλλες φορες δειλιαζε τωρα ηθελε να περασει οσο πιο γρηγορα γινοταν η ωρα,να ερθει η στιγμη να του μιλησει.
Ο πατερας της.
Οι αντρες στη ζωη της παντα επαιζαν σημαντικο ρολο,σκεφτηκε.
Στις σκεψεις της,στις αποφασεις της,στις παρεες της,στις μελαγχολιες της....ποτε δεν καταλαβε γιατι.
Θα του ελεγε πως πηγε χαλια στις εξετασεις και πως ηθελε να φυγει για το εξωτερικο.
Ηξερε ηδη τις φωνες και το υφος της απογοητευσης στο τελος της συζητησης που θα ερχοταν.
Ετσι γινοταν παντα.
Αλλα αυτη θα εφευγε.
Θα συναντουσε αλλα φωτακια εκει,πιο φωτεινα λογω της βροχης.
Ηδη ονειρευοταν τις βραδινες της βολτες στους δρομους της Αγγλιας.
Θυμοταν ποσο ελαμπαν τα φωτα οταν εβρεχε στην Αγγλια.
Ειδικα τα βραδυα στο νοσοκομειο.
Που κοιτουσε τα φωτα απο το παραθυρο και ταξιδευε οπου ηθελε.
Ταυτιζοταν με τον καθε περαστικο κι επλαθε ιστοριες μεχρι να αποκοιμηθει.
Κι αλλες φορες γινοταν ενα με τις σταλες στο παραθυρο.
Θα ηταν μακρυα κι απο εκεινον που ενιωθε τοσο την αναγκη να την σκεφτεται.
Ηταν δυνατη,θα της περνουσε πιστευε.
Ο χρονος περναει και σιγα σιγα ξεχνιεσαι,ειπε δυνατα και σηκωθηκε απο το περβαζι.
Ετσι της ειχαν πει.
Σημερα τελικα δε θα εγραφε καμια φανταστικη ιστορια για να ισοροπισει το μπερδεμενο της μυαλο.
*Ctrl + A και Delete*
Ντυθηκε και βγηκε εξω στη βροχη.
Για να νιωσει τη βροχη στο δερμα της.
Για να μην καταλαβαινει αν τρεχουν δακρυα απο τα ματια της.
Για να τσεκαρει αν ζει ακομα.


Don’t think about all those things you feel , just be glad to feel...